τούμπαλιν, επίρρ. [<αρχ. τοὔμπαλιν], εύχρ. μόνο στη φρ. και τούμπαλιν, και αντιστρόφως: «ο ένας αδερφός βοηθάει τον άλλον και τούμπαλιν».