τουλούμι, το, ουσ. [<τουρκ. tulum], ασκί, ιδίως από κατσικίσιο δέρμα, που το χρησιμοποιούν για να διατηρούν το τυρί φέτα: «κάθε φορά που έρχεται ο παππούς απ’ το χωριό, μας φέρνει ένα τουλούμι τυρί φέτα»·
- βρέχει με το τουλούμι, βρέχει ραγδαία: «δεν μπορείς να φύγεις τώρα, γιατί βρέχει με το τουλούμι»·
- θα σε κάνω τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο·
- πέφτει νερό με το τουλούμι, βλ. φρ. βρέχει με το τουλούμι·
- ρίχνει νερό με το τουλούμι, βλ. συνηθέστ. βρέχει με το τουλούμι·
- τον έκανε τουλούμι, τον έδειρε άγρια, τον ξυλοκόπησε: «επειδή του ’βρισε τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έκανε τουλούμι»·
- τον έκανε τουλούμι στο ξύλο, βλ. λ. ξύλο.