Τοτός, ο, κύρ. όν. [υποκορ. του Θόδωρος], σε χρήση μόνο στη φρ. το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; (ενν. ανέκδοτο), ειρωνική έκφραση σε άτομο που μας ζητάει πολλά και απίθανα πράγματα που μας φαίνεται σαν να μας λέει ανέκδοτο: «επειδή θα κάνω ένα ταξίδι, θέλω να μου δώσεις πέντε χιλιάδες ευρώ, το αυτοκίνητό σου για μια βδομάδα, να προσέχεις τη δουλειά μου και κάθε μέρα να βγάζεις βόλτα και το σκύλο μου. -Το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις;».