το και το, [με δεικτική χρήση], υπαινικτική αναφορά σε διήγηση σε ό,τι έχει ήδη ειπωθεί και μας είναι γνωστό ή σε ό,τι θα ακολουθήσει πιο αναλυτικά: «αφού πρώτα του ’πε το και το, ύστερα υποστήριζε πως δεν του είπε τίποτα || τον έπιασε έξω απ’ το καφενείο και του ’πε το και το: (ακολουθεί η εξιστόρηση των όσων του είπε). (Λαϊκό τραγούδι: κυρ’ Λοχαγέ μου, το και το δεν είναι συσσίτιο αυτό, όλο σούπα με πατάτες και νερόβραστες ντομάτες // στέλνουν χαμπέρι στο γιατρό “τρέξε γιατρέ μου το και το τον χάνουμε το γέρο”).