τιμάρι, το, ουσ. [<μσν. τιμάριον <περσ. timar (= μεγάλη έκταση αγροτικής
περιοχής που παραχωρούσε ο εκάστοτε σουλτάνος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας σε
στρατιωτικό, με αντάλλαγμα να του προσφέρει τις στρατιωτικές του υπηρεσίες)], το
τιμάριο·
- ή τιμάρι ή τομάρι, α. ενέργεια ή θέση των άκρων: «θα
μελετάς καλά την κάθε ενέργειά σου και δε θα ενεργείς ή τιμάρι ή τομάρι». β.
δηλώνει αδιαφορία για το αποτέλεσμα κάποιας ενέργειας, ό,τι βγει ας βγει,
ό,τι γίνει ας γίνει: «εγώ θα ρίξω αυτό το εμπόρευμα στην αγορά και ή τιμάρι ή
τομάρι». γ. βιαστική, παρακινδυνευμένη απόφαση, που μπορεί να οδηγήσει
σε μεγάλη επιτυχία ή σε οικτρή αποτυχία: «αν και δεν είμαι καλά
προετοιμασμένος, κάτι μου λέει να πάω να δώσω αύριο εξετάσεις και ή τιμάρι ή
τομάρι». Συνών. ή του ύψους ή του βάθους.