τηγάνι, το, ουσ. [<μσν. τηγάνιν <μτγν. τηγάνιον, υποκορ. του αρχ. τήγανον (αττ. τάγηνον)], το τηγάνι· τοποθεσία σε ερημική περιοχή, όπου οι αχτίδες του ήλιου πέφτουν κάθετα και η θερμοκρασία ανέρχεται σε αφόρητα υψηλά επίπεδα: «δεν μπόρεσε ποτέ κανείς να περάσει αυτό το τηγάνι της περιοχής»·
- έγινε μαύρος σαν τηγάνι ή έγινε μαύρος σαν το τηγάνι, η επιδερμίδα του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος μαύρισε πάρα πολύ, ιδίως κάτω από την επίδραση του ήλιου: «όλο το καλοκαίρι μπάνιο και ξάπλα στην αμμουδιά, έγινε μαύρος σαν το τηγάνι»·
- έγινε σαν τηγάνι ή έγινε σαν το τηγάνι, βλ. φρ. έγινε μαύρος σαν τηγάνι·
- είναι για τηγάνι, (για τροφές) μπορεί ή πρέπει να τηγανιστεί: «πολλά ψάρια είναι για τηγάνι, ενώ άλλα είναι για κάρβουνα»·
- είναι μαύρος σαν τηγάνι ή είναι μαύρος σαν το τηγάνι, είναι πολύ μελαχρινός, είναι κατάμαυρος, ιδίως κάτω από την επίδραση του ήλιου: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι μαύρος σαν τηγάνι»·
- είναι σαν τηγάνι ή είναι σαν το τηγάνι, βλ. φρ. είναι μαύρος σαν τηγάνι·
- το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- του Φλεβάρη το χιόνι, είναι στο τηγάνι μέσα, βλ. λ. Φλεβάρης·
- τσιγαρίζομαι στο τηγάνι, περνώ δύσκολη περίοδο, ιδίως οικονομική: «δεν μπορώ να σου δώσω ούτε δραχμή, γιατί τον τελευταίο καιρό τσιγαρίζομαι στο τηγάνι».