τζιτζιφιόγκος, ο, ουσ. [<τζιτζί <τουρκ. cici + φιόγκος]. 1. (υποτιμητικά) νεαρός κομψευόμενος που επιδιώκει να παραστήσει τον αριστοκράτη με το ακριβό και προσεγμένο ντύσιμό του και γενικά νεαρό που δεν τον παίρνει κανένας στα σοβαρά, γιατί είναι ανόητος, γελοίος: «μην πιστεύεις τι σου λέει αυτός ο τζιτζιφιόγκος, γιατί έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του». 2. ειρωνική προσφώνηση σε νεαρό άτομο: «πάψε, ρε τζιτζιφιόγκο, που θέλεις να μας πεις και τη γνώμη σου!». 3. Κατά τον Ηλ. Πετρόπουλο η λέξη τζιτζιφιόγκος απέβη κάτι σαν υπερθετικός βαθμός της λέξης φιόγκος (βλ. η τραγιάσκα, σελ. 136).