τζίτζιλο, το, ουσ. [;], συνήθως στον πλ. τα τζίτζιλα, τα έντερα·
- βγάζω τα τζίτζιλα, κάνω ακατάσχετο εμετό: «κάθε φορά που ταξιδεύω με καράβι, βγάζω τα τζίτζιλα»·
- θα σου βγάλω τα τζίτζιλα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε διαλύσω, θα σε κομματιάσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου βγάλω τα τζίτζιλα»·
- θα σου λιώσω τα τζίτζιλα, (απειλητικά) θα σε δείρω πολύ άγρια, θα σε διαλύσω, θα σε εξουθενώσω: «αν ξαναπείς κακό για το φίλο μου, θα σου λιώσω τα τζίτζιλα»·
- θα σου πατήσω τα τζίτζιλα, βλ. φρ. θα σου λιώσω τα τζίτζιλα.