τζετ, το, άκλ. ουσ. ως επίρρ. [συγκοπή του τζετ σετ <αγγλ. jet set (= το σύνολο της αριστοκρατίας που χρησιμοποιεί συνήθως τζετ αεροπλάνο για ταξίδια αναψυχής)]. 1. ιδίως εύχρ. στη φρ. πολύ τζετ, (στη νεοαργκό) λέγεται για πολύ ευχάριστη, για εντυπωσιακή κατάσταση: «στο πάρτι του τάδε περάσαμε πολύ τζετ || γενικά η κατάσταση ήταν πολύ τζετ». 2. και ως επίθ. «βρήκε μια πολύ τζετ γκόμενα || αγόρασα ένα πολύ τζετ αυτοκίνητο».