τζαρτζάρισμα, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. τζαρτζάρω + κατάλ. -μα]. 1. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) το σπρώξιμο παίχτη από αντίπαλο με το σώμα, τον ώμο ή το βραχίονά του, για να του αποσπάσει την μπάλα ή για να μην τον αφήσει να δεχτεί την μπάλα από συμπαίχτη του: «ήταν τόσο σκληρό το τζαρτζάρισμα που του ’κανε, που ο διαιτητής αναγκάστηκε να σφυρίξει φάουλ». 2. (γενικά) η έντονη, η σκληρή παρενόχληση ατόμου, ιδίως με το κορμί μας: «κάποια στιγμή σηκώθηκαν κι άρχισαν τα τζαρτζαρίσματα, ώσπου στο τέλος αρπάχτηκαν στα χέρια για τα καλά»·
- τον έχω στο τζαρτζάρισμα, του αντιπαρατίθεμαι, τον κοντράρω, αντιτίθεμαι έντονα σε ό,τι λέει και κάνει: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε στο διευθυντή μας, συνεχώς τον έχω στο τζαρτζάρισμα».