τζάμπας κ. τσάμπας, ο, ουσ. [<τζάμπα], ο τζαμπατζής (βλ. λ.)·
- ο τζάμπας πέθανε, ειρωνική έκφραση σε άτομο που επιδιώκει να απολαμβάνει κάτι χωρίς να πληρώνει, δωρεάν: «μέχρι εδώ ήταν, φίλε μου, γιατί ο τζάμπας πέθανε».