τζαμί, το, ουσ. [<τουρκ. cami], το τζαμί· παλιό παιδικό παιχνίδι, που παιζότανε στις αλάνες: «τ’ απογεύματα, μαζεύονταν τα παιδιά στην αλάνα κι έπαιζαν τζαμί». Το παιχνίδι αυτό έχει εκλείψει από καιρό·
- χέστηκ’ η Φατμέ στο Γενί τζαμί, λέγεται ειρωνικά για γεγονός που δεν ενδιαφέρει κανέναν ή που είναι εντελώς ασήμαντο. Συνών. κάτι τρέχει στα γύφτικα / χέστηκ’ η φοράδα στ’ αλώνι.