τζάκι, το, ουσ. [<τουρκ. ocak], το τζάκι· οίκος, σπιτικό, οικογένεια και μάλιστα ονομαστή, αριστοκρατική: «σήμερα δεν υπάρχουν τζάκια σαν εκείνα που υπήρχαν παλιότερα»·
- βαστάει από (μεγάλο) τζάκι, βλ. φρ. κρατάει από (μεγάλο) τζάκι·
- δεν τραβάει το τζάκι, δεν απορροφάει τον καπνό, είτε γιατί είναι βουλωμένη η καμινάδα είτε γιατί η ορμή του αέρα πέφτει κάθετα στο στόμιο της καμινάδας: «πρέπει να καθαρίσω την καμινάδα, γιατί δεν τραβάει το τζάκι»·
- είναι από (μεγάλο) τζάκι, βλ. φρ. κρατάει από (μεγάλο) τζάκι. (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη, γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι, τέτοιες μηχανές σύ μη μου πουλάς, πολύ μικρή μαζί μου είσαι να γελάς // είναι πλουσιοκόριτσο από μεγάλο τζάκι,μα στην μποέμικη ζωή να ζει το ’χει μεράκι
- καπνίζει σαν τζάκι, καπνίζει πάρα πολύ, είναι μανιώδης καπνιστής: «χίλιες φορές μου υποσχέθηκε πως θα κόψει το τσιγάρο, αλλά καπνίζει σαν τζάκι κι αποκλείεται να το κόψει». Συνών. καπνίζει και τη γόπα / καπνίζει και το φίλτρο / καπνίζει σαν αράπης / καπνίζει σαν καμινάδα / καπνίζει σαν μπουρί / καπνίζει σαν τσιμινιέρα / καπνίζει σαν φουγάρο·
- κρατάει από (μεγάλο) τζάκι, είναι από ονομαστή, αριστοκρατική οικογένεια: «μέσα σ’ ολόκληρη πόλη, μόνο ένας απόμεινε που κρατάει από μεγάλο τζάκι, γιατί χάθηκαν όλες οι παλιές οικογένειες»·
- μεγάλο τζάκι, πλούσια, αριστοκρατική οικογένεια: «προέρχεται από μεγάλο τζάκι»·
- νέα τζάκια, νέες πλούσιες οικογένειες που δημιουργήθηκαν με τη βοήθεια ή τη ανοχή κάποιας ισχυρής κυβέρνησης και που ελέγχουν την οικονομική ζωή ενός τόπου, μιας χώρας: «με την πολιτική της η κυβέρνηση επιδίωξε να δημιουργήσει νέα τζάκια»·
- παλιό τζάκι, παλιά ονομαστή, αριστοκρατική οικογένεια: «από την πόλη μας χάθηκαν όλα τα παλιά τζάκια».