τζαζ μπαντ, η, άκλ. ουσ. [<αγγλ. jazz band], ορχήστρα μουσικής τζαζ: «για την περίοδο των γιορτών το μαγαζί έκλεισε μια αμερικάνικη τζαζ μπαντ»·
- είναι τζαζ μπαντ, βλ. συνηθέστ. είναι τζαζ, λ. τζαζ·
- την έκανα τζαζ μπαντ, βλ. συνηθέστ. την έκανα τζαζ, λ. τζαζ.