τεφτέρι κ. ντεφτέρι κ. δεφτέρι, το, ουσ. [<όψιμο μσν. τεφτέρι <τουρκ. tefter και defter <μσν. ελλ. διφθέριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. διφθέρα (= δέρμα, βιβλίο δερμάτινο)]. 1. μικρό σημειωματάριο: «όταν σκεφτεί κάτι καλό, το σημειώνει στο τεφτέρι που έχει πάντα μαζί του». 2. συνήθως στον πλ. τα τεφτέρια, α. τα λογιστικά βιβλία επιχείρησης, τα βιβλία της εφορίας, τα βιβλία όπου καταγράφονται οι διάφοροι λογαριασμοί από διάφορες συναλλαγές: «κάθε βράδυ, πριν κλείσει το μαγαζί του, ενημερώνει τα τεφτέρια του». β. αρχείο δημόσιας αρχής ή επιχείρησης: «πήγε στο δήμο να πάρει ένα πιστοποιητικό γεννήσεως και δεν τον είχαν γραμμένο στα τεφτέρια τους». γ. κέντρο πληροφοριών κάποιας δημόσιας ή ιδιωτικής υπηρεσίας για τα στοιχεία ή τη διαγωγή κάποιου ατόμου: «όλοι οι απατεώνες είναι σημειωμένοι στα τεφτέρια της Ασφάλειας || απ’ τα τεφτέρια του Τειρεσία μπορεί να μάθει κανείς αν είναι κάποιος φερέγγυος ή όχι». δ. (στη γλώσσα της αργκό) τα νομικά βιβλία: «διάβασε ο σαγγελέας τα τεφτέρια του και του ’ριξε πέντε χρονάκια». Συνών. βιβλία / κατάστιχα / κιτάπια. Υποκορ. τεφτεράκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 17 φρ.)·
- αγοράζω με το τεφτέρι, αγοράζω με πίστωση, ιδίως τρόφιμα, από συνοικιακό μπακάλικο: «υπάρχει τέτοια φτώχεια σήμερα στον κόσμο μ’ αυτό το παλιοευρώ, που αρχίσαμε πάλι ν’ αγοράζουμε με το τεφτέρι»·
- ανοίγω τεφτέρι, αρχίζω να ψωνίζω από κάποιο μαγαζί με πίστωση: «ευτυχώς που δέχτηκε ο μπακάλης της γειτονιάς μας ν’ ανοίξω τεφτέρι στο μαγαζί του κι έτσι βολευόμαστε, όταν δεν έχω λεφτά»·
- ανοίγω τα παλιά τεφτέρια, α. επανέρχομαι σε παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς, που δεν έχουν τακτοποιηθεί: «αν ανοίξουμε τα παλιά τεφτέρια, θα φανεί ποιος απ’ τους δυο χρωστάει στον άλλον». β. επανέρχομαι σε παλιές διαφορές, σε παλιές έχθρες: «δεν υπάρχει λόγος ν’ ανοίξουμε τα παλιά τεφτέρια τώρα που μονοιάσαμε». Συνών. ανοίγω τα παλιά βιβλία / ανοίγω τα παλιά κατάστιχα / ανοίγω τα παλιά κιτάπια·
- γράφω στο τεφτέρι, κάνω πίστωση, πιστώνω κάποιον: «απ’ τη μέρα που άρχισα να γράφω στο τεφτέρι, κινδυνεύω να χρεοκοπήσω»· βλ. και φρ. τον γράφω στο τεφτέρι·
- είναι γραμμένος στα τεφτέρια ή είναι γραμμένος στο τεφτέρι, είναι γνωστός στην Ασφάλεια, έχει φάκελο στην Ασφάλεια, είναι σεσημασμένος: «όποια παρανομία και να γίνει στη γειτονιά μας, τον πρώτο που τσιμπάνε είναι ο τάδε, γιατί είναι γραμμένος στα τεφτέρια»·
- κλείνω τα τεφτέρια ή κλείνω τα παλιά τεφτέρια, α. διευθετώ παλιούς οικονομικούς λογαριασμούς: «νομίζω πως είναι καιρός που πρέπει να κλείσουμε τα παλιά τεφτέρια». β. διευθετώ παλιές διαφορές, παλιές έχθρες: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβαν πως με τα γινάτια δε βγαίνει τίποτα, αποφάσισαν να κλείσουν τα παλιά τεφτέρια και να μονοιάσουν». (Λαϊκό τραγούδι: είπα να σβήσω τα παλιά, να κλείσω τα δεφτέρια και σαν δυο φίλοι καρδιακοί να δώσουμε τα χέρια
- κρατώ τεφτέρι, βλ. συνηθέστ. γράφω στο τεφτέρι·
- ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, ανοίγει τα παλιά του τεφτέρια ή ο Εβραίος, όταν δεν έχει δουλειά, σκαλίζει τα παλιά του τεφτέρια, βλ. λ. δουλειά·
- ο μουφλούζης, αν μουφλουζέψει, τα παλιά τεφτέρια ανοίγει, βλ. λ. μουφλούζης·
- ο Εβραίος σαν φτωχάνει (φτωχύνει), τα παλιά τεφτέρια πιάνει, βλ. λ. Εβραίος·
- σβήνω απ’ το τεφτέρι μου, διαγράφω από τη ζωή μου κάποιον ή κάτι: «δεν μπορώ να σου συγχωρήσω αυτό που μου ’κανες, γι’ αυτό σε σβήνω απ’ το τεφτέρι μου εδώ και τώρα || αυτό είναι πολύ ακριβό αυτοκίνητο για μένα, γι’ αυτό το σβήνω απ’ το τεφτέρι μου || έσβησα απ’ το τεφτέρι μου όλα τα χρέη του». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ αυτό να φύγεις και να βρεις το ταίρι σου και σβήσε με εμένα απ’ το τεφτέρι σου). Συνών. σβήνω απ’ τα κιτάπια μου·
- σκαλίζω τα παλιά τεφτέρια, βλ. φρ. ανοίγω τα παλιά τεφτέρια·
- σταμπάρω στο παλιό μου το τεφτέρι (κάποιον), λέγεται σε περίπτωση που σημειώνω κάποιον για να τον εκδικηθώ με την πρώτη ευκαιρία. (Λαϊκό τραγούδι: Λευτέρη Λευτέρη Λευτέρη σ' έχω σταμπάρει στο παλιό μου το τεφτέρι). Από την εικόνα του παράνομου που, κάθε δραστηριότητά του είναι καταγεγραμμένη στο φάκελό του στην Ασφάλεια·
- τα γράφω όλα στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω όλα γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα: «ό,τι και να γίνεται σήμερα στον κόσμο, τα έχω γραμμένα όλα στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τα έχω γραμμένα στο παλιό μου το τεφτέρι (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «πάψε επιτέλους να μιλάς, γιατί ό,τι μου λες τα γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·  
- τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «δε με νοιάζει η γνώμη του τάδε, γιατί τον γράφω στο παλιό μου το τεφτέρι». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «ό,τι ώρα θέλει, παλεύω μαζί του, γιατί τον έχω γραμμένο στο παλιό μου το τεφτέρι». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον γράφω στο τεφτέρι ή τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι, υποθετικό τεφτέρι στο οποίο σημειώνουμε τις κακές ενέργειες κάποιου ή κάποιων για να τους τιμωρήσουμε ή να τους εκδικηθούμε με την πρώτη ευκαιρία: «από δω και πέρα να του πείτε να φυλάγεται, γιατί τον έγραψα στο τεφτέρι και θα ’ρθει ο καιρός που θα τον περιποιηθώ κατάλληλα». Από την εικόνα του μπακάλη που σημειώνει τα βερεσέδια κάποιου πελάτη του στο κατάστιχό του. Συνών. τον γράφω στη μαύρη λίστα ή τον έχω γραμμένο στη μαύρη λίστα / τον γράφω στο μαύρο πίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαύρο πίνακα / τον γράφω στο μαυροπίνακα ή τον έχω γραμμένο στο μαυροπίνακα.