Τετράδη, η, ουσ. [<μσν. Τετράδη, από την εκκλησιαστική φρ. τῇ Τετράδι (της Τυροφάγου - της Διακαινησίμου κ.λπ.) δοτ. του αρχ. τετράς], η Τετάρτη. Συνήθως ακούγεται σε υποκορ. τύπο στη φρ. έφτασε η Τετραδίτσα, πέρασε η βδομαδίτσα.