τερτίπι, το, ουσ. [<τουρκ. tertip]. 1. συνήθως στον πλ. τα τερτίπια, τα κόλπα, τα τεχνάσματα για την παραπλάνηση, την εξαπάτηση κάποιου: «σε μένα θέλω να συμπεριφέρεσαι ντόμπρα και σταράτα, γιατί δε γουστάρω τα διάφορα τερτίπια || προσπάθησε με διάφορα τερτίπια να τον μπλέξει, αλλά δεν τα κατάφερε». (Λαϊκό τραγούδι: δε με τρως με τα τερτίπια, με τα λόγια σου και με τα κεχριμπαρένια κομπολόγια σου). 2. τα καμώματα, τα πείσματα, τα νάζια για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «όταν αρχίζει τα τερτίπια της αυτή η γυναίκα, δεν μπορείς να της αρνηθείς τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: για βάστα φρένο στα τερτίπια σου αυτά, είπα ν’ αλλάξεις, αν γουστάρεις, το σκοπό σου. Θα μπλέξω μ’ άλληνε, στο λέω ορθά-κοφτά και δε θα είμαι το κορόιδο το δικό σου
- κάνω τερτίπια, α. κάνω διάφορα κόλπα, τεχνάσματα με σκοπό την παραπλάνηση, την εξαπάτηση κάποιου: «να βρεις άλλον άνθρωπο να κάνεις τα τερτίπια σου, γιατί εγώ σε ξέρω απ’ την καλή κι απ’ την ανάποδη». β. κάνω διάφορα καμώματα, πείσματα, νάζια για την επίτευξη κάποιου σκοπού: «κάθε φορά που μου κάνει τερτίπια αυτή η γυναίκα, με ξετρελαίνει και μ’ αδειάζει το πορτοφόλι»·
- ξεσήκωσε όλα τα τερτίπια (του τάδε), α. λέγεται με δυσαρέσκεια ή δυσφορία για κάποιον που μιμείται την κακή συμπεριφορά ή τις κακές ιδιότητες κάποιου: «απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτόν τον αληταρά, ξεσήκωσε όλα τα τερτίπια του». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που μιμείται τη συμπεριφορά διάσημου ατόμου, ιδίως ηθοποιού ή άλλου καλλιτέχνη: «στα χρόνια μου τα κοριτσάκια ξεσήκωναν όλα τα τερτίπια της Βουγιουκλάκη»·
- πήρε όλα τα τερτίπια (του τάδε), βλ. συνηθέστ. ξεσήκωσε όλα τα τερτίπια (του τάδε).