τέρας, το, ουσ. [<αρχ. τέρας], το τέρας. 1. άνθρωπος πολύ άσχημος, αποκρουστικός: «είναι τόσο τέρας, που, αν τύχει και τον δεις ξαφνικά, κινδυνεύει να σπάσει η καρδιά σου!». 2. άνθρωπος διεστραμμένος, ανήθικος, φαύλος: «έχε το νου σου μ’ αυτό το τέρας που κάνεις παρέα, γιατί σίγουρα θα σε μπλέξει σε καμιά παλιοκατάσταση». 3. (+ γενική) λέγεται για άτομο που ξεχωρίζει, γιατί έχει αναπτυγμένη κάποια ιδιότητά του, καλή ή κακή  σε πολύ υψηλό βαθμό: «είναι τέρας υπομονής || είναι τέρας γνώσεων || είναι τέρας εξυπνάδας || είναι τέρας ευφυΐας || είναι τέρας ασχήμιας || είναι τέρας αντοχής». 4. παιδί πολύ έξυπνο και σκανταλιάρικο: «ο μικρός ο γιος του είναι ένα τέρας και δεν αφήνει κανέναν σε ησυχία μέσα στην πολυκατοικία!». 5. ειρωνική, επιτιμητική, θαυμαστική ή χαϊδευτική προσφώνηση οικείου ατόμου: «έλα δω, ρε τέρας, πού γυρίζεις απ’ το πρωί και σε ψάχνω! || γιατί, ρε τέρας, δεν ήρθες, όταν σε φώναξα; || πώς τα κατάφερες, ρε τέρας, να μπεις μέσα χωρίς εισιτήριο!». Υποκορ. τερατάκι, το (βλ. λ.)·
- ανθρωπόμορφο τέρας, α. άτομο που είναι πάρα πολύ άσχημο, που είναι πολύ αποκρουστικό: «δεν τον κάνει κανείς εύκολα παρέα, γιατί είναι σαν ανθρωπόμορφο τέρας». β. άτομο που είναι ιδιαίτερα ανήθικο και κακό, διεστραμμένο, ιδιαίτερα επικίνδυνο, εγκληματική φυσιογνωμία, κτήνος: «η κοινή γνώμη είναι ανάστατη με τα εγκλήματα αυτού του ανθρωπόμορφου τέρατος»·
- γίνονται σημεία και τέρατα ή γίνονται τέρατα και σημεία, βλ. λ. σημείο·
- ιερό τέρας, άτομο που αποτελεί ξεχωριστή, μεγάλη μορφή σε ένα επαγγελματικό, ιδίως σε ένα καλλιτεχνικό χώρο: «τα ιερά τέρατα της ιατρικής || τα ιερά τέρατα του θεάτρου και του κινηματογράφου»·
- κάνει τέρατα ή κάνει τα τέρατα, συμπεριφέρεται με πολύ άπρεπο, πολύ άσκημο τρόπο, όπως δεν περίμενε κανείς να συμπεριφερθεί: «χώρισε με τη γυναίκα του κι αντί να πάει στο πατρικό του, πήγε στα μπουζούκια κι έκανε τα τέρατα»·
- σημεία και τέρατα ή τέρατα και σημεία, βλ. λ. σημείο·
- τέρας της φύσεως, α. άνθρωπος πολύ άσχημος ή κακός: «τέτοιο τέρας της φύσεως δεν ξαναβγήκε στον κόσμο». β. λέγεται και ως χαϊδευτική προσφώνηση σε οικείο άτομο: «έλα δω, ρε τέρας της φύσεως, πού είσαι απ’ το πρωί που σε ψάχνω!»·
- τέρας των τεράτων, επιτείνει το ανθρωπόμορφο τέρας: «καλά, είναι τόσο άσχημος όσο λένε; -Τέρας των τεράτων, σου λέω! || μπόρεσε να βιάσει κι ύστερα να σκοτώσει ένα κοριτσάκι οχτώ χρονών; -Τέρας των τεράτων, που να καεί στην Κόλαση!».