Τέξας, το, άκλ. ουσ. [<αγγλ. Texas], το Τέξας·
- έγινε Τέξας, έγινε μεγάλη φασαρία, προκλήθηκε μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «κάποια στιγμή οι δυο παρέες πιάστηκαν στα χέρια κι έγινε Τέξας μέσα στο μαγαζί». Αναφορά στην εποχή των καουμπόηδων της αμερικάνικης Δύσης. Συνών. έγινε αμέρικαν μπαρ / έγινε Βιετνάμ / έγινε Δευτέρα Παρουσία / έγινε Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / έγινε η σφαγή των Αρμενίων / έγινε Λίβανος / έγινε ο χαμός του Δράμαλη / έγινε της Κορέας·
- θα γίνει Τέξας, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα γίνει μεγάλη φασαρία, θα προκληθεί μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή: «αν μου ξαναπούν πως σε είδαν μεθυσμένο, θα γίνει Τέξας». Συνών. θα γίνει αμέρικαν μπαρ / θα γίνει Βιετνάμ / θα γίνει Δευτέρα Παρουσία / θα γίνει Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος / θα γίνει η σφαγή των Αρμενίων / θα γίνει Λίβανος / θα γίνει ο χαμός του Δράμαλη / θα γίνει της Κορέας.