τελευταίος, -αία, -αίο, επίθ. [<αρχ. τελευταῖος], τελευταίος. 1. (για σειρά, τάξη, ενέργεια ή χρόνο πραγματοποίησης) που βρίσκεται στο τέλος, που δεν υπάρχει ή που δεν ακολουθεί άλλος: «μένει στο τελευταίο σπίτι αυτού του δρόμου || επειδή ήμουν κοντός, ο γυμναστής μ’ έβαζε πάντα τελευταίο στη σειρά || είναι ο τελευταίος μαθητής της τάξης μας || είναι η τελευταία φορά που σου λέω κάτι». 2. που είναι ο πιο πρόσφατος: «μήπως άκουσες τα τελευταία νέα; || το τελευταίο του τραγούδι είναι πολύ καλύτερο απ’ όλα τα προηγούμενά του». 3. σε θέση ουσιαστικού, που βρίσκεται στα κατώτατα κοινωνικά στρώματα: «είναι δυνατό εσύ, μια κόρη γιατρού, να θέλεις να παντρευτείς αυτόν τον τελευταίο! || ντύνεται σαν να είναι η τελευταία του χωριού». 4. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα τελευταία, οι τελευταίες στιγμές της ζωής ενός ανθρώπου: «στα τελευταία του πέθανε ευχαριστημένος, γιατί είδε τα παιδιά του μεγάλα και τρανά». Επίρρ. τελευταία, πρόσφατα: «τον είδα τελευταία σ’ ένα μπαράκι». (Ακολουθούν 77 φρ.)·
- απ’ τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο ή απ’ τον πρώτο ως τον τελευταίο, βλ. λ. πρώτος·
- άφησε την τελευταία του πνοή, βλ. λ. πνοή·
- βάζω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βρίσκεται στα τελευταία του, βλ. φρ. είναι στα τελευταία του·
- γελάει (καλά) καλύτερα αυτός που γελάει τελευταίος ή γελάει (καλά) καλύτερα όποιος γελάει τελευταίος, βλ. λ. γελώ·
 - για πρώτη και τελευταία φορά, βλ. λ. φορά·
- για τελευταία φορά, βλ. λ. φορά·
- δεν είναι ούτε ο πρώτος ούτε ο τελευταίος, βλ. λ. πρώτος·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- δεν είπα ακόμη την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- δεν είπα ακόμη τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- δεύτε τελευταίον ασπασμόν, βλ. λ. ασπασμός·
- είμαι ο τελευταίος που θα…, ποτέ δε θα …: «είμαι ο τελευταίος που θα θελήσει να σου κάνει κακό»·
- είμαι στο τελευταίο στάδιο, βλ. λ. στάδιο·
- είναι άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά, βλ. λ. ζουρνάς·
- είναι ο τελευταίος όλων, είναι ο χειρότερος από όλους: «όλοι τους είναι παλιάνθρωποι, αλλά ο τελευταίος όλων είναι ο τάδε»·
- είναι ο τελευταίος τροχός της αμάξης, βλ. λ. τροχός·
- είναι ο τελευταίος των τελευταίων, είναι ο χειρότερος από τους χειρότερους: «σ’ αυτή την παρέα έχουν μαζευτεί οι πιο αισχροί άνθρωποι, αλλά ο τελευταίος των τελευταίων είναι ο τάδε»·
- είναι στα τελευταία του, βρίσκεται στα πρόθυρα του θανάτου, πεθαίνει: «οι γιατροί δε μ’ άφησαν να τον δω, γιατί είναι στα τελευταία του»·
- είναι τελευταία βδομάδα των υπολοίπων, βλ. λ. βδομάδα·
- έρχομαι τελευταίος, α. κατατάσσομαι τελευταίος σε μια αναμέτρηση: «τρέξαμε πέντε άτομα κι ήρθα τελευταίος». β. είμαι κατώτερος από όλους: «απ’ όλους τους μαθητές της τάξης μας ο τάδε έρχεται τελευταίος»·
- έρχομαι τελευταίος και καταϊδρωμένος, βλ. λ. καταϊδρωμένος·
- έφυγε για το τελευταίο ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- έχει την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- έχει τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, βλ. λ. ελπίδα·
- η τελευταία επιθυμία του ή η τελευταία του επιθυμία, βλ. λ. επιθυμία·
- η τελευταία θέλησή του ή η τελευταία του θέληση, βλ. λ. θέληση·
- η τελευταία κατοικία, βλ. λ. κατοικία·
- η τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- η τελευταία λέξη της μόδας, βλ. λ. λέξη·
- η τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- η τελευταία πνοή, βλ. λ. πνοή·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- λέει την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- λέει την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- λέει τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- μέχρι τελευταία(ς) πνοή(ς), βλ. λ. πνοή·
- μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου, βλ. λ. αίμα·
- μέχρι την τελευταία του πνοή, βλ. λ. πνοή·
- ο άνθρωπος της τελευταίας στιγμής, βλ. λ. άνθρωπος·
- ο τελευταίος λόγος, βλ. λ. λόγος·
- ο τελευταίος των Μοϊκανών, βλ. λ. Μοϊκανός·
- ο τελευταίος ύπνος, βλ. λ. ύπνος·
- παίζω το τελευταίο μου χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παρέδωσε την τελευταία του πνοή, βλ. λ. πνοή·
- περνώ το τελευταίο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- σε τελευταία ανάλυση, βλ. λ. ανάλυση·
- στο λέω για τελευταία φορά, βλ. λ. φορά·
- τα γράφω όλα στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τα έχω όλα γραμμένα στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τελευταία στιγμή ή την τελευταία στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- τελευταία τιμή, βλ. λ. τιμή·
- τελευταίος ασπασμός, βλ. λ. ασπασμός·
- τελευταίος και τυχερός, το να είναι κανείς τελευταίος στη σειρά σε μια διαδικασία ή παροχή είναι πολλές φορές θετικό, γιατί ωφελείται περισσότερο·
- την τελευταία δόση, βλ. λ. δόση·
- την τελευταία του στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
- την τελευταία φορά, βλ. λ. φορά·
- τις τελευταίες μέρες, βλ. λ. μέρα·
- το τελευταίο αντίο ή το τελευταίο το αντίο, βλ. λ. αντίο·
- το τελευταίο καρφί στο φέρετρο, βλ. λ. καρφί·
- το τελευταίο σκαλί ή το τελευταίο το σκαλί, βλ. λ. σκαλί·
- το τελευταίο σκαλοπάτι ή το τελευταίο το σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
- το τελευταίο ταξίδι ή το τελευταίο το ταξίδι, βλ. λ. ταξίδι·
- το τελευταίο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον γράφω στα τελευταία των υποδημάτων μου ή τον έχω γραμμένο στα τελευταία των υποδημάτων μου, βλ. λ. υπόδημα·
- τον έχω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον τελευταίο καιρό, βλ. λ. καιρός·
- φτάνω τελευταίος, βλ. φρ. έρχομαι τελευταίος·
- φτάνω τελευταίος και καταϊδρωμένος, βλ. λ. καταϊδρωμένος·
- ως την τελευταία λεπτομέρεια, βλ. λ. λεπτομέρεια·
- ως την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα.