αρχείο, το, ουσ. [<αρχ. αρχεῖον], το αρχείο·
- βάζω στο αρχείο, α. κλείνω μια υπόθεση, ιδίως δικαστική: «ο εισαγγελέας έβαλε στο αρχείο την υπόθεση της ανθρωποκτονίας». β. (ειρωνικά) διακόπτω ερωτικό ή φιλικό δεσμό: «την τάδε την έβαλα στο αρχείο εδώ και δυο μήνες»·
- μπήκε στο αρχείο, (για υποθέσεις) σταμάτησε για κάποιο λόγο κάθε σχετική έρευνα,  επεξεργασία ή διαδικασία: «οι προτάσεις μπήκαν στο αρχείο μέχρι την εκλογή του νέου διοικητικού συμβουλίου || η υπόθεση μπήκε στο αρχείο, γιατί ο εισαγγελέας δε βρήκε κάποιο στοιχείο, που να ενοχοποιεί τον φερόμενο ως δράστη»·
- στ’ αρχεία μας! (ειρωνικά) αντί του στ’ αρχίδια μας! (βλ. λ.). Έκφραση που πρωτακούστηκε το 1997, από τους πολιτικούς αντιπάλους, μετά την έκδοση των αρχείων του πρώην προέδρου της Ελληνικής Δημοκρατίας Κωνσταντίνου Καραμανλή.