ταύρος, ο, ουσ. [<αρχ. ταῦρος], ο ταύρος. 1. άντρας πολύ δυνατός, ιδίως στον έρωτα: «μπορεί να περάσει δέκα γυναίκες τη μέρα αυτός ο άντρας που βλέπεις, γιατί είναι ταύρος στο πήδημα». Από το ότι ο ταύρος χρησιμοποιείται για αναπαραγωγή. 2. άντρας πολύ γεροδεμένος και με πολύ καλή υγεία: «δεν αποφασίζει κανείς εύκολα να τα βάλει μ’ αυτόν τον ταύρο! || για ένα διάστημα είχε προβλήματα με την υγεία του, αλλά τώρα είναι πάλι ταύρος»· 
- αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, αντιμετωπίζω δυναμικά, αποφασιστικά μια δύσκολη υπόθεση ή κατάσταση: «αν δεν άρπαζε τον ταύρο απ’ τα κέρατα, όταν δεν πήγαιναν καλά οι δουλειές του, θα ’χε χρεοκοπήσει μέχρι τώρα»·
- όρμηξε σαν ταύρος, βλ. φρ. χύμηξε σαν ταύρος·
- πιάνω τον ταύρο απ’ τα κέρατα, βλ. συνηθέστ. αρπάζω τον ταύρο απ’ τα κέρατα·
- σαν ταύρος σε υαλοπωλείο, λέγεται για άτομο που βρίσκεται εκτός εαυτού και προκαλεί από τα νεύρα του εκτεταμένες ζημιές σε ένα κλειστό χώρο: «όρμησε σαν ταύρος σε υαλοπωλείο μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα λίμπα»·
- ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει, α. το κακό παράδειγμα ενός σημαίνοντος ατόμου, μπορεί να μας παρασύρει όλους: «πιάσανε τον υπουργό να κλέβει κι όλοι το ρίξανε στο κλέψιμο γιατί, ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει». β. ένας ανίκανος αρχηγός, μπορεί να φέρει την καταστροφή στους οπαδούς του: «πάει, το διέλυσε το κόμμα ο άχρηστος γιατί, ένας χεσμένος ταύρος, όλα του κοπαδιού τα ζωντανά θα τα χέσει»·
- χύμηξε σαν ταύρος, κινήθηκε πολύ ορμητικά και πολύ βιαστικά εναντίον κάποιου ή μπήκε με τον ίδιο τρόπο σε ένα χώρο: «μόλις ο άλλος του ’βρισε τη μάνα, χύμηξε σαν ταύρος ο δικός σου απάνω του || χύμηξε σαν ταύρος μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα γυαλιά καρφιά». Από την εικόνα του ταύρου που κινείται με μανία εναντίον του κόκκινου πανιού που του επιδεικνύει ο ταυρομάχος.
 ταύτα, αντων. [<αρχ. ταύτα, πλ. του τούτο, ουδ. του ούτος]·
- διά ταύτα, γι’ αυτό το λόγο, γι’ αυτούς τους λόγους: «διά ταύτα και άλλα πολλά πρέπει να ενεργήσουμε όλοι μαζί ως ένας άνθρωπος»·
- έλα στο διά ταύτα, έλα στην ουσία της υπόθεσης, πες το συμπέρασμα που προκύπτει από όλα τα προηγούμενα: «άσε τα πολλά λόγια κι έλα στο διά ταύτα»·
- μετά ταύτα, μετά, ύστερα από αυτά: «μετά ταύτα η τιμωρία του θα πρέπει να είναι πολύ αυστηρή»·
- πάμε στο διά ταύτα, βλ. φρ. έλα στο διά ταύτα·
- παρά ταύτα, παρ’ όλα αυτά: «αν και η ομάδα μας έπαιζε με πολλούς αναπληρωματικούς παίχτες, παρά ταύτα κέρδισε τους αντιπάλους της»·
- προχώρα στο διά ταύτα, βλ. φρ. έλα στο διά ταύτα·
- το διά ταύτα, α. κίνδυνος ενδεχόμενης δικαστικής ποινής ή άλλων κακών δικαστικών συνεπειών από πράξη που εμπίπτει στον κοινό Ποινικό νόμο και επισύρει εισαγγελική δίωξη: «η δουλειά δεν είναι καθαρή και δε θα πάρω μέρος γιατί φοβάμαι το διά ταύτα». Από την εισαγωγική φρ. δικαστικής απόφασης. β. το συμπέρασμα που βγαίνει από όλα τα προηγούμενα: «μετά από όσα ειπώθηκαν, το διά ταύτα της υπόθεσης είναι να βρούμε χρηματοδότη, για να συνεχίσουμε τη δουλειά».