άρτος, ο, ουσ. [<αρχ. ἄρτος], ο άρτος·
- άρτος και θεάματα, βλ. λ. θέαμα·
- βγάζω τον άρτον τον επιούσιον, βλ. φρ. βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος·
- βγαίνει ο άρτος ο επιούσιος, βλ. συνηθέστ. βγαίνει ο επιούσιος, λ. επιούσιος·
- ο άρτος ο επιούσιος, το καθημερινό ψωμί, τα στοιχειώδη που χρειάζεται ένας άνθρωπος για να ζήσει, η καθημερινή τροφή του: «αυτό που μ’ ενδιαφέρει στη ζωή μου είναι ο άρτος ο επιούσιος, γιατί δε με συγκινούν τα πλούτη». Αναφορά στην κυριακάτικη προσευχή του Πάτερ ἡμῶν όπου συναντάται η φρ. τον ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον…