ταξίμετρο, το, ουσ. [<γαλλ. taximetre <ελλ. τάξις + μέτρο], το ταξίμετρο, ο χιλιομετρητής·
- για να γράφει το ταξίμετρο, λέγεται για εκείνον που με διάφορους τρόπους τραβάει επίτηδες σε μάκρος μια δουλειά, για να πληρωθεί περισσότερο: «όλη η εργασία του μπορούσε να πιάσει πενήντα σελίδες, αλλά αυτός, αναμασώντας τα ίδια και τα ίδια, έγραψε πάνω από εκατό για να γράφει το ταξίμετρο». Από την εικόνα του ταξιτζή, που κόβει διάφορες βόλτες με το ταξί του, μέχρι να πάει τον επιβάτη στον προορισμό του, για να γράψει το ταξίμετρο περισσότερα χρήματα. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μόνο και μόνο. Συνών. για να γράφει το κοντέρ·
- πόσα γράφει το ταξίμετρο; ή πόσα έγραψε το ταξίμετρο; έκφραση με την οποία ζητάμε να μάθουμε τι λογαριασμό πρέπει να πληρώσουμε, ύστερα από κάποια αγορά ή διασκέδασή μας: «καλά φάγαμε, καλά ήπιαμε, πες μας τώρα πόσα έγραψε το ταξίμετρο». Από την εικόνα του επιβάτη ταξί, που ρωτάει στον ταξιτζή τι χρωστάει μετά το τέλος της διαδρομής του. Συνών. πόσα γράφει το κοντέρ; ή πόσα έγραψε το κοντέρ;