ταμπλό, ταμπλά, το, τα, άκλ. ουσ. [<γαλλ. tableau], το ταμπλό· ο πίνακας: «σ’ ένα μεγάλο ταμπλό της βιτρίνας αναγράφονταν όλες οι τιμές των ποτών που σέρβιραν μέσα στο μαγαζί»·
- παίζει σε διπλό ταμπλό ή το παίζει σε διπλό ταμπλό, βλ. φρ. παίζει σε δυο ταμπλό·
- παίζει σε δυο ταμπλό ή το παίζει σε δυο ταμπλό, α. έχει δυο ερωμένες και πότε πηγαίνει με τη μια πότε με την άλλη: «τα ’χει φτιάξει και με τις δυο φιλενάδες κι έτσι το παίζει σε δυο ταμπλό». Πρβλ. σε πόσα ταμπλό το παίζεις, λέγε, σε πόσα ταμπλό το παίζεις, αν έχεις Θεό, σε πόσα ταμπλό (Τραγούδι). β. υποστηρίζει πότε τον έναν και πότε τον άλλον ή πότε το ένα πολιτικό κόμμα πότε το άλλο, ανάλογα με τα συμφέροντά του: «δεν μπορείς να του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί παίζει σε δυο ταμπλό». Συνών. το παίζει ντούμπλεξ.