ταμπλάς2 κ. νταμπλάς2, ο, ουσ. [<τουρκ. dampla], η αποπληξία, η συμφόρηση·
- μου ’ρθε ταμπλάς, ένιωσα οδυνηρή έκπληξη ή φόβο από κάτι απροσδόκητο ή ξαφνικό: «μόλις τον άκουσα να βρίζει τον πατέρα του, μου ’ρθε ταμπλάς || μόλις είδα το φορτηγό να ’ρχεται καταπάνω μου, μου ’ρθε ταμπλάς». (Τραγούδι: πάμε για τη Λάρισα, πάμε για τη Λάρισα σε καραγουστάρησα, μου ’ρθε ένας ταμπλάς. Πάμε για τη Λάρισα, πάμε για τη Λάρισα να σου γίνω βάσανο και κακός μπελάς). Συνών. μου ’ρθε κόλπος·
- του ’ρθε ταμπλάς, πέθανε ξαφνικά: «εκεί που μιλούσαμε μια χαρά, ξαφνικά του ’ρθε ταμπλάς κι έπεσε κάτω». Συνών. του ’ρθε κόλπος.