σωστός, -ή, -ό, επίθ. [<μτγν. σωστός (= σώος) <σώζω], σωστός. 1. που είναι χωρίς ατέλειες, που είναι ορθός, δίκαιος, που συμπεριφέρεται ή ενεργεί σύμφωνα με τη λογική ή την ηθική: «σωστός άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: τσακίστηκα στα δυο σαν το κλωνάρι, από ανθρώπους που τους νόμιζα σωστούς. Κι όσο κι αν ψάξω, δε θα βρω ούτε αχνάρι απ’ εκείνους τους λεβέντες τους παλιούς).2α. το ουδ. ως ουσ. το σωστό, ηορθή, η δίκαιη πράξη, αυτό που ενδείκνυται να γίνει: «όλοι λατρεύουν το σωστό, αλλά ποιοι το πράττουν;». (Τραγούδι: κράτα το στόμα σου κλειστό κράτα για σένα το σωστό κι άσε με μένα τον τρελό κατά πώς θέλω να γλεντώ το χάλι μου, κύριε Μιχάλη).β. ο ορθός, ο δίκαιος λόγος: «μπορεί να εκφέρεται όλοι τη γνώμη σας αλλά το σωστό το είπε ο τάδε». Επίρρ. σωστά, α. ορθά, δίκαια: «μίλησε σωστά». β. σε ερωτηματικό τύπο σωστά; ερώτηση που επαναλαμβάνει κάθε τόσο ο ομιλητής, κάθε φορά που ολοκληρώνει ένα νόημα ζητώντας από το συνομιλητή του επιβεβαίωση της ορθότητας των λόγων του. Όταν μετά από μικρή παύση ο ομιλητής βλέπει ότι ο συνομιλητής του δεν εκφέρει γνώμη, τότε κρίνει ο ίδιος πως ήταν ορθά τα όσα είπε επαναλαμβάνοντας καταφατικά το σωστά: «απ’ τη στιγμή που δεν ήταν κανένας άλλος μέσα στο μαγαζί, τα λεφτά απ’ το ταμείο τα πήρε ο τάδε, που ήταν μονάχος, σωστά; -… -Σωστά». Στην περίπτωση που ο συνομιλητής επιδοκιμάζει τα λεγόμενα του ομιλητή με το σωστά τότε, ο ομιλητής, επιτείνει πολλές φορές την ορθότητα των λόγων του με το εμ σωστά βέβαια(!): «απ’ τη στιγμή που δεν ήταν κανένας άλλος μέσα στο μαγαζί, τα λεφτά απ’ το ταμείο τα πήρε ο τάδε, που ήταν μονάχος, σωστά; -Σωστά. -Εμ σωστά βέβαια!». (Ακολουθούν 29 φρ.)·
- βαδίζω σωστά, α. συμπεριφέρομαι ορθά, δίκαια: «όλοι τον εκτιμούν μέσα στη γειτονιά, γιατί πάντα βαδίζει σωστά». (Λαϊκό τραγούδι: δε σε ρωτώ ποια ήσουνα, μα σε ρωτώ ποια θα ’σαι, δείξε λοιπόν διαγωγή και αν σωστά βαδίσεις, μαζί μου πια θα ζήσεις). β. ενεργώ με σαφή προσανατολισμό, γνωρίζω τι θέλω, τι επιδιώκω: «πρόκοψε στη ζωή του, γιατί απ’ την αρχή βάδισε σωστά». γ. κατευθύνομαι προς τη σωστή διεύθυνση, κατεύθυνση: «βαδίζω σωστά για να βγω στο Λευκό Πύργο;»·
- βρίσκεται σε σωστό δρόμο ή βρίσκεται στο σωστό δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- γίνομαι άνθρωπος σωστός, βλ. λ. άνθρωπος·
- δεν είναι με τα σωστά του ή δεν είναι στα σωστά του, δε συμπεριφέρεται σωστά, λογικά, έχει διανοητικά προβλήματα και, κατ’ επέκταση, παραφρόνησε, τρελάθηκε:  «μην του εναντιώνεσαι, γιατί δεν είναι με τα σωστά του και δεν ξέρεις πώς θ’ αντιδράσει || δεν είναι με τα σωστά του, αν νομίζει πως μπορεί να στήσει τόση μεγάλη επιχείρηση με τόσα λίγα λεφτά». Συνών. δεν είναι στα γνωστικά του / δεν είναι στα καλά του / δεν είναι στα λογικά του / δεν είναι στα μυαλά του / δεν είναι στα συγκαλά του·
- δεν το λες με τα σωστά σου, δε μιλάς σοβαρά, δεν πιστεύεις αυτό που λες: «εγώ θα τον κλείσω φυλακή κι ας είναι αδερφός μου. -Δεν το λες με τα σωστά σου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το βέβαια·
- είμαι σε σωστό δρόμο ή είμαι στο σωστό δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- είναι σωστός μπελάς, βλ. λ. μπελάς·
- είναι σωστός σε όλα του, έχει γενικά άμεμπτη συμπεριφορά: «δεν μπορείς να του βρεις κανένα ψεγάδι αυτού του ανθρώπου, γιατί είναι σωστός σε όλα του»·
- είσαι με τα σωστά σου; έκφραση απορίας ή δυσαρέσκειας σε άτομο που παραλογίζεται: «είσαι με τα σωστά σου, που θέλεις να πας στην Αθήνα με τα πόδια;». Συνών. είσαι με τα καλά σου(;)·
- έλα στα σωστά σου, προτρεπτική ή παρακλητική έκφραση σε κάποιον να συμπεριφερθεί σωστά, λογικά, να λογικευτεί: «έλα στα σωστά σου που θέλεις να τα βάλεις μ’ αυτόν το γίγαντα». Συνών. έλα στα γνωστικά σου / έλα στα καλά σου / έλα στα λογικά σου / έλα στα μυαλά σου / έλα στα συγκαλά σου / έλα στη ρότα σου·
- ένα σωρό φορές, βλ. λ. φορά·
- θέλει και τα πρόβατα σωστά και το λύκο χορτάτο, βλ. λ. πρόβατο·
- θέλει και την πίτα σωστή και το σκύλο χορτάτο, βλ. λ. πίτα·
- και η πίτα σωστή και ο σκύλος χορτάτος, βλ. λ. πίτα·
- και τα πρόβατα σωστά και ο λύκος χορτάτος, βλ. λ. πρόβατο·
- κάνω το σωστό, ενεργώ ορθά, δίκαια: «εγώ θα κάνω το σωστό και σεις κάν’ τε ό,τι νομίζετε»·
- λέω το σωστό, μιλώ ορθά, δίκαια: «κάθε φορά που έχουμε διαφορές, μας τις λύνει ο τάδε, που πάντα λέει το σωστό»·
- με τα σωστά σου; βλ. φρ. είσαι με τα σωστά σου(;)·
- μετράω σωστά, υπολογίζω κάτι με περίσκεψη: «αν δε μετρήσω σωστά τη δουλειά, δεν την ξεκινάω». (Λαϊκό τραγούδι: τι να φταίει, τι να φταίει που δεν πήγαμε μπροστά, δε μετρήσαμε το κύμα και τον άνεμο σωστά
- μιλάς με τα σωστά σου; μιλάς σοβαρά; σοβαρολογείς(;): «θέλω μέχρι αύριο να μου δώσεις ένα εκατομμύριο. -Μιλάς με τα σωστά σου;»·
- μου φάνηκε σωστός αιώνας, βλ. λ. αιώνας·
- μπήκε σε σωστό δρόμο ή μπήκε στο σωστό δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- πάει σωστά; έχει σώας τας φρένας του; πάει καλά στα μυαλά του(;) «πάει σωστά ο φίλος σου ή μήπως του λείπουν;»· βλ. και φρ. πας σωστά(;)·
- πας σωστά; έκφραση με την οποία θέλουμε να σιγουρέψουμε την ακρίβεια της ώρας που μας λέει κάποιος που τον ρωτήσαμε τι ώρα είναι ή τι ώρα έχεις: «με συγχωρείς, τι ώρα έχεις; -Πέντε. -Πας σωστά;». Συνών. πας καλά; (β)·
- περπατώ σωστά, βλ. συνηθέστ. βαδίζω σωστά·
- σωστή δουλειά ή σωστές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- σωστό παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι
- τα ’χει σωστά, έχει πνευματική ισορροπία, πνευματική διαύγεια: «εσύ μπορεί να τον θεωρείς ανόητο, αλλά τα ’χει σωστά ο άνθρωπος»·
- το σωστό να λέγεται, ο ορθός λόγος ή η δίκαιη πράξη πρέπει να ομολογείται, όταν αφορά τη θετική στάση κάποιου: «ο άνθρωπος έχει δίκιο, το σωστό σωστό». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α· βλ. και φρ. το καλό να λέγεται, λ. καλός κ. το ωραίο να λέγεται, λ. ωραίος.
- το σωστό σωστό, βλ. φρ. το σωστό να λέγεται.