σώνω, ρ. [<ἔσωσα, αόρ. του αρχ. ρ. σώζω], σώνω. 1. βγάζω κάποιον από κάποια δύσκολη θέση ή κατάσταση: «κάθε φορά που έχει ανάγκη από λεφτά, τον σώνει ο φίλος του». 2. γλιτώνω κάποιον από θανάσιμο κίνδυνο: «θα ’πεφτε στον γκρεμό, αλλά τον έσωσε ο φίλος του, που πρόλαβε και τον άρπαξε απ’ το χέρι». 3. φτάνω κάτι που βρίσκεται ψηλά ή μακριά ή βαθιά: «δε σώνω να φτάσω το ψωμί, γιατί είναι ψηλά στο ράφι»· βλ. και λ. σώζω. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- δε με σώνει κι ο Θεός ή δε με σώνει ούτε (ο) Θεός, βλ. λ. Θεός·
- δε με σώνει τίποτα ή δε μας σώνει τίποτα, η τιμωρία μου είναι βέβαιη, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «αν μάθει πως τον κάρφωσα, δε με σώνει τίποτα || αν αντιληφθεί πως έβαλα χέρι στο ταμείο, δε μας σώνει τίποτα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δώσ’ τε και σώσ’ τε, βλ. λ. δίνω·
- ένα θαύμα μόνο θα μας σώσει ή ένα θαύμα μόνο μας σώνει ή ένα θαύμα μόνο θα με σώσει ή ένα θαύμα μόνο με σώνει, βλ. λ. θαύμα·
- ένας σεισμός μόνο θα μας σώσει ή ένας σεισμός μόνο μας σώνει ή ένας σεισμός μόνο θα με σώσει ή ένας σεισμός μόνο με σώνει, βλ. λ.σεισμός·
- καλά και σώνει, βλ. λ. καλός·
- μια βροχή μόνο θα μας σώσει ή μια βροχή μόνο μας σώνει ή μια βροχή μόνο θα με σώσει ή μια βροχή μόνο με σώνει, βλ. λ. βροχή·
- (να) μη σώσει και…, έκφραση τέλειας αδιαφορίας για το αν δε γίνει κάτι που επιθυμούμε: «τηλεφώνησε η τάδε και μου είπε πως δε θα μπορέσει να ’ρθει στο ραντεβού σας. -Μη σώσει κι έρθει || δε θα σε παρακαλάω μια ώρα να φας. Αφού δε θέλεις, μη σώσεις και φας». (Λαϊκό τραγούδι: έχω στενάχωρη καρδιά και ντέρτια δε χωρούνε, και οι χαρές που καρτερώ μη σώσουνε και ’ρθούνε
- (να) μη σώσεις! (είδος κατάρας) να μην αξιωθείς, να μην μπορέσεις, να μην προλάβεις να κάνεις κάτι που επιθυμείς ή που επιδιώκεις: «να μη σώσεις να δεις τα παιδιά σου μεγάλα, παλιάνθρωπε!»·
- (να) μη σώσεις και δεις άσπρη μέρα, βλ. λ. μέρα·
- να μη σώσεις να δεις χαΐρι και προκοπή, βλ. λ. χαΐρι·
- (να) μη σώσω! είδος όρκου που δίνουμε σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που του λέμε: «να μη σώσω, αν σου λέω ψέματα!»·
- ντε και σώνει, βλ. συνηθέστ. ντε και καλά, λ. καλός. (Λαϊκό τραγούδι: θα στο πούνε κι οι γειτόνοι, τι σου φταίει το παιδί, θέλεις ντε καλά και σώνει να πεθάνει δηλαδή
- που να μη σώσεις! βλ. φρ. (να) μη σώσεις(!)·
- που να μην έσωνα! έκφραση έντονης μεταμέλειας για κάτι που κάναμε ή είπαμε: «τι ήθελα και του ’κανα εκείνη τη χειρονομία, που να μην έσωνα, κι αρπάχτηκε τόσο πολύ! || τι ήθελα να μιλήσω, που να μην έσωνα κι έγινε τέτοια παρεξήγηση!»· 
- που να μην έσωνε! είδος κατάρας σε κάποιον που κατόρθωσε να πραγματοποιήσει την επιθυμία του ή την επιδίωξή του, πράγμα που δε μας είναι καθόλου αρεστό: «από δω την είχε, από κει την είχε, κατάφερε να παντρευτεί την κόρη μου, που να μην έσωνε!»·
- σώνει και καλά, βλ. λ. καλός·
- σών’ πρώτος! βλ. λ. πρώτος·
- σώσων Κύριε τον λαόν Σου! βλ. λ. κύριος·
- τη σώνω (ενν. τη χαρτοπαιχτική παρτίδα), ενεργώ έτσι, ώστε να μην υπάρξει νικητής για να συνεχιστεί το παιχνίδι: «εφόσον τη σώνεις, γιατί δεν κατεβάζεις, να σωθεί το παιχνίδι;»·
- τρέχει και δε σώνει, βλ. λ. τρέχω.