σωβρακάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. σώβρακο], το σωβρακάκι· το κοντό παντελονάκι που φορούν οι αθλητές, ιδίως οι ποδοσφαιριστές, οι μπασκετμπολίστες και οι βολεϊμπολίστες: «οι ποδοσφαιριστές φορούσαν κιτρινόμαυρες φανέλες και μαύρα σωβρακάκια»·
- να βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που παινεύεται για τις σεξουαλικές του επιδόσεις, με την έννοια πως, το τσίγκινο σωβρακάκι που θα φορέσουμε, θα μας προφυλάξει από το πέος του: «με τόσο πήδημα που κάνεις, φίλε μου, για να γλιτώσουμε από σένα, θα πρέπει στο τέλος να βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια!»·
- τους πήραμε και τα σωβρακάκια, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους πήραμε και τα σωβρακάκια».