σχέση, η, ουσ. [<αρχ. σχέσις], η σχέση. 1. ο ερωτικός δεσμός: «αυτή η γυναίκα δεν έχει δημιουργήσει ποτέ σχέση με άντρα». 2. η στενή γνωριμία, ο φιλικός ή κοινωνικός δεσμός: «μ’ αυτόν τον άνθρωπο έχω σχέση δέκα χρόνια». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- ανοίγω σχέση ή ανοίγω σχέσεις, βλ. συνηθέστ. πιάνω σχέση·
- δεν έχει καμιά (καθόλου) σχέση, α. δεν έχει κανένα κοινό σημείο με την υπόθεση που συζητιέται: «δεν έχει καμιά σχέση, σου λέω, αυτός με τη ληστεία, γιατί την ίδια ώρα βρισκόταν σε άλλη πόλη». β. (για πρόσωπα ή πράγματα) δεν μπορεί να γίνει σύγκριση: «δεν έχει καμιά σχέση ο φίλος μου με τον δικό σου, γιατί ο ένας είναι γιατρός κι ο άλλος αρχιτεμπέλαρος || δεν έχει καμιά σχέση τ’ αυτοκίνητό σου με το δικό μου, γιατί το δικό σου είναι ένας ματρακάς, ενώ το δικό μου είναι αυτοκινητάρα»·
- δημόσιες σχέσεις, το σύνολο των ενεργειών κάποιου, για να δημιουργήσει ευνοϊκό κλίμα  ή άποψη υπέρ αυτού: «αυτός ο άνθρωπος έχει τόσο αναπτυγμένες δημόσιες σχέσεις, που καταφέρνει να ’ναι αγαπητός σε όλους || μια επιχείρηση, για να πάει μπροστά, πρέπει να ’χει καλές δημόσιες σχέσεις»·
- (και) τι σχέση έχει; δεν υπάρχει καμιά λογική σύνδεση ανάμεσα στα δυο θέματα ή πράγματα: «και τι σχέση έχει αν εγώ παντρευτώ ή δεν παντρευτώ; Εσύ είσαι λεύτερος να κάνεις ό,τι θέλεις || τι σχέση έχει αυτό που σου λέω εγώ μ’ αυτό που μου λες εσύ; Εγώ σου μιλώ για πολιτική κι εσύ μου λες πώς μαγείρεψε η γυναίκα σου το φαγητό που σ’ αρέσει!»·
- καμιά σχέση, εκφράζει έντονη διαφωνία: «την ώρα που έλειψε για λίγο τ’ αφεντικό, ο άλλος έβαλε χέρι στο ταμείο. -Καμιά σχέση, γιατί τα πράγματα έγιναν εντελώς διαφορετικά»·    
- κάνω σχέση ή κάνω σχέσεις, βλ. φρ. πιάνω σχέση·
- κόβω σχέση ή κόβω σχέσεις, α. διακόπτω τον ερωτικό μου δεσμό: «έκοψα σχέσεις με την τάδε, γιατί τον τελευταίο καιρό μου μιλούσε όλο για γάμο». β. διακόπτω τις φιλικές ή κοινωνικές μου επαφές με άτομο, οικογένεια ή κάποιο κύκλο ανθρώπων: «είναι τόσο ηλίθιοι, που, επειδή δε συμφωνούσαν στα πολιτικά, έκοψαν σχέσεις»·
- ολοκληρώνω τη σχέση μου, (και για τα δυο φύλα) έρχομαι σε σεξουαλική επαφή με τον ερωτικό μου σύντροφο, ιδίως για πρώτη φορά: «τα είχα έξι μήνες μ’ αυτή την κοπέλα, αλλά μόλις χτες βράδυ ολοκλήρωσα τη σχέση μου μαζί της»·
- πιάνω σχέση ή πιάνω σχέσεις, δημιουργώ ερωτική, φιλική ή κοινωνική επαφή: «έπιασα σχέσεις με την τάδε || έπιασα σχέσεις με τους διπλανούς μας»·
- σε σχέση, σε σύγκριση: «η δουλειά που κάνω εγώ σε σχέση με τη δική σου είναι πολύ πιο επικίνδυνη! || η ταινία που είδαμε σήμερα ήταν πολύ καλύτερη σε σχέση με την προχθεσινή»·
- στενότητα σχέσεων, βλ. λ. στενότητα·
- τι σχέση έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. φάντης.