σφυροδρέπανο, το, ουσ. [<σφυρί + δρεπάνι], το σφυρί και το δρεπάνι τοποθετημένα χιαστί, ως σύμβολο των κομμουνιστικών κομμάτων, δείγμα της ενότητας των εργατών και των αγροτών και έμβλημα της πάλαι ποτέ Σοβιετικής Ένωσης: «το σφυροδρέπανο υπήρξε κάποτε ο τρόμος των καπιταλιστών».