σφουγγάρι, το, ουσ. [<μσν. σφουγγάρι <μτγν. σφογγάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σφόγγος - σπόγγος], το σφουγγάρι·
- περνώ σφουγγάρι, ξεχνώ, συγχωρώ τα λάθη ή τις παρατυπίες κάποιου: «είναι η τελευταία φορά που περνώ σφουγγάρι στις ανοησίες σου». Από την εικόνα του δασκάλου ή του μαθητή, που καθαρίζει τον πίνακα με το σφουγγάρι·
- πίνει σαν σφουγγάρι, πίνει πολύ τα οινοπνευματώδη ποτά, είναι μεγάλος πότης: «δεν μπορεί κανένας να τον παραβγεί στο ποτό, γιατί πίνει σαν σφουγγάρι». Από την εικόνα του σφουγγαριού που είναι πολύ απορροφητικό·
- ρουφάει σαν σφουγγάρι ή ρουφάει σαν το σφουγγάρι, λέγεται για οτιδήποτε πολύ απορροφητικό (όπως και το σφουγγάρι): «το διψασμένο χώμα ρουφούσε το νερό σαν σφουγγάρι»· βλ. και φρ. πίνει σαν σφουγγάρι·
- σβήνω με το σφουγγάρι (κάτι), το διαγράφω, το σβήνω από τη μνήμη μου, το ξεχνώ, ιδίως κάτι κακό: «είπαμε να σβήσουμε με το σφουγγάρι κάθε διαφορά μας και να κάνουμε μια καινούρια αρχή». Από την εικόνα του δασκάλου ή του μαθητή, που καθαρίζει τον πίνακα με το σφουγγάρι·
- τα σβήνω με το σφουγγάρι, (για χρέη) τα διαγράφω, τα παραγράφω: «όσα χρωστάς, τα σβήνω με το σφουγγάρι και στο εξής θ’ αγοράζεις μόνο μετρητοίς»·
- τραβάει σαν σφουγγάρι ή τραβάει σαν το σφουγγάρι, βλ. φρ. ρουφάει σαν σφουγγάρι·