σφεντόνα κ. σφιντικόνα, η ουσ. [<αρχ. σφενδόνη]. 1. αυτοσχέδιο επιθετικό, ιδίως κυνηγετικό όπλο των παιδιών για πουλιά. (Τραγούδι: έτσι για πάντα κράτησα την παιδική εικόνα, εκείνου τ’ αλητάμπουρα που κράταγε σφεντόνα). Συνών. λάστιχο (4) / σαΐτα (2)·
- έγινε σφεντόνα, βλ. φρ. έφυγε σαν σφεντόνα·
- έφυγε σαν σφεντόνα ή έφυγε σφεντόνα, κινήθηκε με καταπληκτική ταχύτητα: «μόλις  έμαθε πως στο παρακάτω στενό έδερναν τον αδερφό του, έφυγε σφεντόνα να πάει να τον βοηθήσει».