συνεννοημένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. συνεννοούμαι], που είναι εκ των προτέρων μιλημένος και συμφωνημένος, ο κανονισμένος: «ήταν συνεννοημένο τ’ αποτέλεσμα του ποδοσφαιρικού αγώνα». Επίρρ. συνεννοημένα·
- είναι συνεννοημένοι, έχουν εκ των προτέρων μιλήσει και συμφωνήσει πάνω σε κάποιο θέμα ή σε μια ενέργεια: «πρόσεχε μ’ αυτούς που κάνεις παρέα, γιατί είναι συνεννοημένοι να σου φάνε τα λεφτά || μην παίξεις χαρτιά μ’ αυτούς, γιατί είναι συνεννοημένοι να σε κλέψουν».