συναγερμός, ο, ουσ. [<μτγν. συναγερμός], ο συναγερμός. 1. μεγάλη συγκέντρωση πλήθους: «τέτοιο συναγερμό πρώτη φορά είδε αρχηγός κόμματος». 2. ομαδική κινητοποίηση ή δραστηριότητα για να πραγματοποιηθεί ή να αποτραπεί κάτι: «όλοι οι μαθητές βρίσκονται σε συναγερμό για να πετύχει η σχολική τους γιορτή || όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται σε συναγερμό για να σώσουν το δάσος απ’ τη φωτιά»·
- βαράω συναγερμό, βλ. φρ. χτυπώ συναγερμό·
- χτυπώ συναγερμό,α. κάνω έντονα αισθητή την παρουσία μου με φωνές και άλλες θορυβώδεις πράξεις κατά την είσοδό μου σε ένα χώρο: «κάθε πρωί που έρχεται στο γραφείο, χτυπάει συναγερμό». β. με φωνές ή άλλες θορυβώδεις πράξεις καλώ τους άλλους να μαζευτούν γύρω μου: «κάθε πρωί που έρχεται στο γραφείο, χτυπάει συναγερμό για να μας εξιστορήσει πώς πέρασε το προηγούμενο βράδυ». γ. σημαίνω σήμα κινδύνου ή επαγρύπνησης για επικείμενο κίνδυνο: «μόλις δεις το διευθυντή να ’ρχεται, χτύπα συναγερμό». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ ’σαι μία πονηριά που έσπασες την κλειδαριά και τώρα η καρδούλα μου χτυπάει συναγερμό). δ. βρίσκομαι σε εγρήγορση, σε πλήρη ετοιμότητα: «με την παραμικρή δυσκολία στη δουλειά του χτυπάει συναγερμό».