σύμπτωση, η, ουσ. [<αρχ. σύμπτωσις], η σύμπτωση·
- από κακή μου σύμπτωση, δηλώνει κάποια άτυχη στιγμή μας, δηλώνει κάτι που απέβη σε βάρος μας ενώ δεν το περιμέναμε: «ενώ συνόδευα την γκόμενα, από κακή μου σύμπτωση ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τη γυναίκα μου». (Λαϊκό τραγούδι: κι από κακή μου σύμπτωση να δυο χωροφυλάκοι, και με τραβάνε στο γεντί για ένα κοριτσάκι
- (κατά) διαβολική σύμπτωση, λέγεται για κάτι που συμβαίνει ή συνέβη παρόλο που οι πιθανότητες είναι ή ήταν ελάχιστες: «βρισκόμουν στη Ρώμη κι είχα χάσει τα λεφτά μου, αλλά κατά διαβολική σύμπτωση συνάντησα στο δρόμο έναν γείτονά μου, που είχε πάει για τουρισμό»·  
- κατά σύμπτωση, χωρίς προηγούμενη συνεννόηση, συμπτωματικά, τυχαία: «είχα να τον δω πολύ καιρό και κατά σύμπτωση τον συνάντησα σ’ ένα μπαράκι».