συμμαζεμός, ο, ουσ. [<συμμαζεύω + κατάλ. -μος], ιδίως εύχρ. στη φρ. δεν έχει συμμαζεμό ή συμμαζεμό δεν έχει, δε συμμαζεύεται στο σπίτι του: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτές τις παλιοπαρέες, δεν έχει συμμαζεμό».