σύκο, το, ουσ. [<αρχ. σῦκον], το σύκο. 1. ο θηλυπρεπής, ο πούστης: «τόσο ωραίο παιδί και να ’ναι σύκο!». Από την εικόνα του σύκου το οποίο στο επάνω μέρος του έχει ευμεγέθης σχετικά με τον όγκο του οπή η οποία παρομοιάζεται με ανοιχτό πρωκτό. 2. στον πλ. τα σύκα, τα κρεμασμένα γυναικεία βυζιά: «είναι όμορφη γυναίκα, δε λέω, αλλά έχει κάτι βυζιά σαν σύκα, ρε παιδάκι μου!». Από την εικόνα των πολύ ώριμων σύκων. 3. στον πλ. χωρίς άρθρο σύκα! ειρωνικό επιφώνημα με μίμηση της γυναικείας φωνής σε πούστη που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- αμπέλι του χεριού σου, συκιά του κυρού σου κι ελιά του παππού σου, βλ. λ. αμπέλι·
- απ’ τα σύκα ως τα σταφύλια, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «δε θέλω να στενοχωριέσαι, γιατί απ’ τα σύκα ως τα σταφύλια θα τελειώσει η δουλειά σου». Από το ότι και τα δυο αυτά φρούτα μαζεύονται τέλος του καλοκαιριού·
- από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα, ειρωνική αναφορά σε ομοφυλόφιλο με την έννοια πως από τα παιδικά του χρόνια φαινότανε πως θα γίνει αυτό που έγινε: «δεν απορώ γι’ αυτό που έγινε, γιατί από μικρός φαινότανε πως αγαπά τα σύκα». Συνών. από μικρός φαινότανε πως κάνει την κυρία / από μικρός φαινότανε πως πήγαινε το γράμμα·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, βλ. λ. γριά·
- γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα ή γλυκάθηκ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, θα φάει και τα συκόφυλλα ή καλόμαθ’ η γριά στα σύκα, τα βλέπει και στον ύπνο της, βλ. λ. γριά·
- έπεσε σαν γινωμένο σύκο, βλ. φρ. έπεσε σαν ώριμο σύκο·
- έπεσε σαν ώριμο σύκο, α. ύστερα από έντεχνη προεργασία που του κάναμε, ενέδωσε με μεγάλη ευκολία στο θέμα που μας ενδιέφερε: «από καιρό του μιλούσα για την αξία της φιλίας κι όταν του ζήτησα δανεικά, έπεσε σαν ώριμο σύκο». β. (και για τα δυο φύλα) ύστερα από έντεχνη προεργασία που κάναμε, ενέδωσε με μεγάλη ευκολία στην πρόταση να συνάψει ερωτικό δεσμό μαζί μας: «όλες οι φιλενάδες της της πιπίλιζαν το μυαλό για το πόσο καλό παιδί είναι ο τάδε κι όταν αυτός της ζήτησε να τα φτιάξουν, έπεσε η λεγάμενη σαν ώριμο σύκο». Συνών. έπεσε σαν ώριμο φρούτο·
- λέω τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, λέω τα πράγματα με το όνομά τους, μιλώ απερίφραστα, ώστε δε χρειάζεται να δώσω επιπλέον επεξηγήσεις, λέω την καθαρή αλήθεια: «για να λέμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη, είσαι μεγάλος απατεώνας, μωρ’ αδερφάκι μου!»·
- πατημένο σύκο, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «δεν μπορώ να καταλάβω ακόμα πώς εσύ, κοτζάμ επιστήμονας, καταδέχεσαι να κάνεις παρέα μ’ αυτό το πατημένο σύκο!». Παλιότερα με τη φρ. αυτή τα παιδιά ειρωνεύονταν ή κορόιδευαν εν χωρώ όποιον ονομαζόταν Νίκος: Νίκο, Νίκο, πατημένο σύκο·
- τα δικά μας είναι καρύδια κι ακούγονται, τα δικά τους είναι σύκα και δεν ακούγονται, βλ. λ. καρύδι·
- τα σύκα είναι μαλακά, μα χαλούν τα δόντια, βλ. λ. δόντι·