συγκρατημός, ο, ουσ. [<συγκρατώ + κατάλ. -ημός], ιδίως εύχρ. στη φρ. δεν έχει συγκρατημό, είναι ασυγκράτητος, ιδίως λόγω ενθουσιασμού: «κάθε φορά που του λέμε πως θα πάμε στα μπουζούκια, δεν έχει συγκρατημό».