στυπόχαρτο,
το, ουσ.
[<αρχ. στυππεῖον + χαρτί], το στυπόχαρτο·
- τον
μάζευαν με το στυπόχαρτο ή τον μάζεψαν με το στυπόχαρτο, έπεσε θύμα
ατυχήματος και χτύπησε σε πολλά σημεία του σώματός του, πολτοποιήθηκε: «πέρασε
από πάνω του ολόκληρο λεωφορείο κι ύστερα τον μάζευαν με το στυπόχαρτο || έπεσε
απ’ τον έβδομο όροφο πάνω στο πεζοδρόμιο και τον μάζεψαν με το στυπόχαρτο».