στραπατσάδα, η, ουσ. [<ιταλ. strapazzate], φαγητό από χτυπημένα αβγά και ντομάτα: «ο ένας έφαγε δυο αβγά μάτια κι ο άλλος μια στραπατσάδα»·
- τα κάνω στραπατσάδα, βλ. φρ. τα κάνω στραπάτσο, λ. στραπάτσο.