στράκα,
η, ουσ. [ηχομιμητ.
λέξη]. 1. ξερός και διαπεραστικός ήχος μικρής διάρκειας: «το μαστίγιο έκανε
στράκες καθώς έπεφτε πάνω στα καπούλια του αλόγου». 2. ηχηρή καρπαζιά,
σφαλιάρα ή μπάτσος: «του ’δωσε μια στράκα, που είδε τον ουρανό με τ’ άστρα».
(Λαϊκό τραγούδι: και τρίγκι, τρίγκι τράγκα, με πεθάνανε στη στράκα)·
- κάνω
στράκα ή κάνω στράκες, εντυπωσιάζω με την εμφάνισή μου, με το
παρουσιαστικό μου, προκαλώ μεγάλη αίσθηση, μεγάλη εντύπωση: «χτες βράδυ στο
χορό έκανες στράκες με το καινούριο σου κουστούμι». Από τον ήχο του μαστίγιου
που εντυπωσιάζει. Συνών. κάνω τράκα ή κάνω τράκες·
- πέφτουν
στράκες, επιβάλλεται ξυλοδαρμός: «κάτσε φρόνιμα, γιατί θα πέσουν στράκες».
Από την εικόνα του ατόμου που χτυπάει κάποιον με το μαστίγιό του και σε κάθε
χτύπημα ακούγεται ο διαπεραστικός ήχος του.