στραβοψωλιάζω, ρ. [<στραβός + ψωλή + κατάλ. -ιάζω], ιδίως εύχρ. στη φρ. θα στραβοψωλιάσεις! ή μη γαμάς τόσο πολύ, θα στραβοψωλιάσεις! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που καυχιέται για τις σεξουαλικές επιδόσεις του, που όμως γνωρίζουμε ότι είναι φανταστικές. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το σιγά.