στραβοκέφαλος, -η, -ο, επίθ. [<στραβός + κεφάλι + κατάλ. -ος], που είναι δύστροπος, ιδιότροπος,  ισχυρογνώμονας, πεισματάρης, χοντροκέφαλος: «είναι τόσο στραβοκέφαλος αυτός ο άνθρωπος, που, αν υποστηρίξει κάτι απ’ την αρχή, όσο κι αν έχει λάθος, δεν αλλάζει θέση».