στούφα, η, ουσ. [ίσως ηχομιμητ. λ. από τον ήχο που αφήνει από το στόμα του το άτομο που κοιμάται], το ξάπλωμα για ύπνο και αυτός ο ύπνος: «το μυαλό του είναι όλο στη στούφα»· συνήθ. στον πλ. οι στούφες·
- πάω για στούφα ή πάω για στούφες, πηγαίνω για ύπνο: «παιδιά, επειδή πέρασε η ώρα, εγώ πάω για στούφες»·
- πέφτω για στούφα ή πέφτω για στούφες, ξαπλώνω στο κρεβάτι για να κοιμηθώ: «ήταν τόσο κουρασμένος απ’ τη δουλειά, που, μόλις γύρισε στο σπίτι, έφαγε κι έπεσε για στούφες»·
- ρίχνω στούφα ή ρίχνω στούφες ή ρίχνω τις στούφες μου, βλ. φρ. το ρίχνω στη στούφα·
- την πέφτω για στούφα ή την πέφτω για στούφες, βλ. φρ. πέφτω για στούφα·
- το ρίχνω στη στούφα ή το ρίχνω στις στούφες, α. κοιμάμαι: «το ’ριξε στη στούφα από χτες το βράδυ κι ακόμα δε λέει να ξυπνήσει». β. τεμπελιάζω: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, παράτησε τη δουλειά του και το ’χει ρίξει στις στούφες».