στολίζω, ρ. [<αρχ. στολίζω], στολίζω. 1. ντύνω κάποιον με τα καλύτερα ρούχα, καλλωπίζω κάποιον: «έκανε μαζί της μια βόλτα στην αγορά και την στόλισε με τα καλύτερα κι ακριβότερα ρούχα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ σε στόλιζα με ρόδα και με κρίνα κι εσύ με γέλαγες γιατί ’σουν θεατρίνα). 2. (ειρωνικά) επιπλήττω έντονα κάποιον, βρίζω κάποιον, εκφέρομαι αρνητικά για κάποιον: «επειδή άργησε να ’ρθει το πρωί στη δουλειά του, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και τον στόλισε». (Λαϊκό τραγούδι: κι όταν όλες τις στολίσει, έξυπνα πια θα φροντίσει, ώσπου να ’ρθει το βραδάκι η Λενιώ να βγει λαδάκι – η Λενιώ η κουτσομπόλα, που τα ξέρει πάντα όλα
- στολίζουν τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- στολίζουν το γαμπρό, βλ. λ. γαμπρός·
- στολίζουν το νεκρό, βλ. λ. νεκρός·
- τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω, τον καθύβρισε: «μόλις τον είδε ο πατέρας του σουρωμένο, τον πήρε μαζί του στο σπίτι και τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω»·
- τον στόλισε για τα καλά, βλ. φρ. τον στόλισε από πάνω μέχρι κάτω.