στοίχημα, το, ουσ. [<μσν. στοίχημα <μτγν. στοιχῶ], το στοίχημα· τυχερό παιχνίδι που διοργανώνει ο οπάπ, το οποίο βασίζεται στην πρόγνωση των αποτελεσμάτων ποδοσφαιρικών αγώνων: «πάω στο προποτζίδικο να παίξω ένα στοίχημα»·
- βάζεις στοίχημα; πρόταση σε κάποιον, όταν είμαστε απόλυτα βέβαιοι, σίγουροι για κάτι, στοιχηματίζεις(;): «βάζεις στοίχημα εκατό ευρώ πως τα πράγματα είναι ακριβώς έτσι όπως σου τα λέω;». (Λαϊκό τραγούδι: ο έρωτας κι ο τζόγος δε συμβιβάζεται, το λέω ξεκομμένα στοίχημα μη βάζετε
- βάζω στοίχημα, στοιχηματίζω και, κατ’ επέκταση, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που λέω, γι’ αυτό που υποστηρίζω: «βάζω στοίχημα ό,τι θέλεις πως ο τάδε ήταν αυτός που μας κάρφωσε || έβαλαν στοίχημα ποια ομάδα θα κερδίσει || τι στοίχημα βάζεις ότι δε σου λέω ψέματα»·
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πάει στοίχημα; ή πας στοίχημα; ή πάμε στοίχημα; στοιχηματίζεις(;): «πας στοίχημα πως θα κερδίσει η ομάδα μου;». Στην περίπτωση που ο συνομιλητής θέλει να στοιχηματίσει, αποδέχεται το στοίχημα με το πάει ή με το πήγε ή με το πάω ή με το πάμε. Πρβλ.: πάμε στοίχημα (Διαφημιστικό σλόγκαν του οπάπ)·
- πάω στοίχημα, βλ. φρ. βάζω στοίχημα.