στεριά, η, ουσ. [<αρχ. στερεά (ενν. γη), θηλ. του επιθ. στερεός], η στεριά·
- είμαι σαν το ψάρι στη στεριά ή νιώθω σαν το ψάρι στη στεριά, βλ. λ. ψάρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- πιάνω στεριά, (για πλοία ή ναύτες) αράζω: «ύστερα από είκοσι μέρες ταξίδι, πιάσαμε στεριά». (Λαϊκό τραγούδι: μάινα μάινα, μάινα βρε παιδιά, μάινα παιδιά την άγκυρα να πιάσουμε στεριά
- σε στεριά και θάλασσα, παντού: «ήθελαν οπωσδήποτε να τον βρουν και γι’ αυτό τον έψαχναν σε στεριά και θάλασσα».