στενότητα, η, ουσ. [<αρχ. στενότης], η ιδιότητα του στενού: «δε θα μπουν άλλοι μέσα, γιατί δημιουργήθηκε στενότητα χώρου»·
- στενότητα πνεύματος, που αντιλαμβάνεται ή αντιμετωπίζει διάφορες ιδέες ή καταστάσεις με προκατάληψη, με δογματισμό: «δε μπορεί να καταλάβει τις ανησυχίες των σημερινών νέων, γιατί τον χαρακτηρίζει στενότητα πνεύματος». Αντίθ. ευρύτητα πνεύματος·
- στενότητα σχέσεων, η οικειότητα: «με τον τάδε έχουμε στενότητα σχέσεων από τα παιδικά μας χρόνια»·
- στενότητα χρήματος ή στενότητα χρημάτων, η έλλειψη ρευστού χρήματος: «τον τελευταίο χρόνο παρατηρείται στον κόσμο στενότητα χρημάτων κι είναι αυτός ο λόγος που στενάζει η αγορά»·
- στενότητα χρόνου, που δεν είναι αρκετός για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «με την πρώτη ευκαιρία θ’ ασχοληθώ με το ζήτημά σου, προς το παρόν όμως υπάρχει στενότητα χρόνου».