στενάζω, ρ. [<αρχ. στενάζω], αναστενάζω· βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη ψυχική ή οικονομική κατάσταση, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω από έντονη στενοχώρια ή ανέχεια: «στενάζω κάθε μέρα, για να τα φέρω βόλτα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν στενάζω εγώ βαριά, βγαίνει καπνός βγαίνει φωτιά
- θα σε κάνω να στενάξεις ή θα σε στενάξω (ενν. από το ξύλο ή από την ανάθεση κάποιας κοπιαστικής εργασίας), θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σε κάνω να στενάξεις || αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σε κάνω να στενάξεις». Λέγεται περισσότερο ως απειλή·
- στενάζει η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- στενάζει σαν τη Γενοβέφα, βλ. λ. Γενοβέφα.